- ελληνικός
- -ή, -ό (AM ἑλληνικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα και στους Έλληνες ή προέρχεται από την Ελλάδα και τους Έλληνες2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η Ελληνικήη ελληνική γλώσσανεοελλ.1. φρ. «Ελληνικό Σχολείο» — τριτάξιο σχολείο στο οποίο άρχιζε συστηματική διδασκαλία τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ελληνικάη ελληνική γλώσσααρχ.-μσν.1. ο ειδωλολατρικός, ο παγανιστικός, σε αντίθεση προς τον χριστιανικό2. (για λέξεις και τύπους) ο καθαρά ελληνικός («οὐχ ἑλληνική λέξις»)αρχ.1. αυτός που ταιριάζει στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση2. (για τη γλώσσα, λέξεις, τύπους κ.λπ.) ο ελληνιστικός, χαρακτηριστικός τής ελληνιστικής εποχής, σε αντίθεση προς τον αττικό3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ Ἑλληνικόνα) το σύνολο τών Ελλήνωνβ) ελληνικό στράτευμαγ) ο ελληνικός πολιτισμός4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἑλληνικάα) περιγραφή τών ιστορικών γεγονότων μιάς περιόδου στην Ελλάδαβ) η ελληνική γραμματεία.
Dictionary of Greek. 2013.